θεογνωσία

θεογνωσία
η (AM θεογνωσία)
η γνώση τών εντολών τού θεού και η συμμόρφωση σ' αυτές
νεοελλ.
η ορθοφροσύνη, η σύνεση
μσν.
η πίστη στον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -γνωσία (< γνώσις), πρβλ. α-γνωσία δυσ-γνωσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεογνωσία — θεογνωσίᾱ , θεογνωσία the knowledge of God fem nom/voc/acc dual θεογνωσίᾱ , θεογνωσία the knowledge of God fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεογνωσίᾳ — θεογνωσίᾱͅ , θεογνωσία the knowledge of God fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεογνωσία — η 1. γνώση των θείων εντολών και συμμόρφωση προς αυτές. 2. σύνεση: Δεν μπορεί να τον φέρει σε θεογνωσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεογνωσίας — θεογνωσίᾱς , θεογνωσία the knowledge of God fem acc pl θεογνωσίᾱς , θεογνωσία the knowledge of God fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεογνωσίαν — θεογνωσίᾱν , θεογνωσία the knowledge of God fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • богоразумие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. греч. θεογνωσία Богопознание, разумение Бога. Многи убо и …   Словарь церковнославянского языка

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՏՈՒԱԾԱԾԱՆՕԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0324 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c գ. θεογνωσία cognitio dei Ատուածգիտութիւն. ծանօթութիւն ճշմարտին Ատուածոյ. *Զրկեալ էաք ʼի վեհագունին բնութեան ատուածածանօթութենէն. Պրպմ. ձ: *Աղքատացեալս ասէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՍՏՈՒԱԾԳԻՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0331 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 8c գ. որ եւ ԱՍՏՈՒԱԾԱԾԱՆՕԹՈՒԹԻՒՆ. θεογνωσία dei cognitio Գիտութիւն Աստուծոյ. ծանօթութիւն ճշմարտին Աստուծոյ, եւ աստուածային իրաց. *Որքան ինչ ճառք աստուածգիտութեան են. Դիոն. ածայ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”